βοτρυώδης

βοτρυώδης
βοτρυώδης, -ες (Α) [βότρυς]
1. βοτρυοειδής
2. πλούσιος σε σταφύλια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βοτρυώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) βοτρυώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) βοτρυώδης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρυώδει — βοτρυώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βοτρυώδης masc/fem/neut dat sg βοτρυώδεϊ , βοτρυώδης dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρυώδη — βοτρυώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βοτρυώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βοτρυώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρυῶδες — βοτρυώδης masc/fem voc sg βοτρυώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρυώδεα — βοτρυώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βοτρυώδης masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρυώδεις — βοτρυώδης masc/fem acc pl βοτρυώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφάλιο — Βοτρυώδης ταξιανθία που χαρακτηρίζει τα σύνθετα (δικοτυλήδονα) αλλά και άλλες ομάδες φυτών. Πρόκειται για μία ταξιανθία δισκοειδούς μορφής, η οποία αποτελείται από έναν κοντό άξονα, που στην κορυφή του διαπλατύνεται σε πλατύ, σαρκώδη, κυρτό,… …   Dictionary of Greek

  • βοτρυώδεος — βοτρυώδης masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …   Dictionary of Greek

  • βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”